Στείλε στους φίλους σου το αγαπημένο σου απόσπασμα και
πάρε μέρος στην κλήρωση για ένα iPad Mini
ΜΑΓΙΣΣΕΣ
Στους τριάντα και άλλους χειμώνες της ζωής μου, συνάντησα εκατοντάδες μάγισσες και μάγους, κι όχι μόνο της δικής μου Φυλής. Δεν πετούσαν σαν πουλιά όταν αλείφονταν με αίμα μαύρου τράγου, δεν μιλούσαν στα πνεύματα των ποταμών, δεν μεταμορφώνονταν σε λύκαινες στην πανσέληνο, δεν θεράπευαν τον πυρετό των κουνουπιών με ξόρκια. Ούτε ένας. Ούτε μία.
Όλες τους είχαν μόνο ένα μαγικό χάρισμα:
Όσο μεγαλύτερες ανοησίες έλεγαν, τόσο περισσότεροι τις πίστευαν.
Ακόμα περισσότερο. Σε οποιαδήποτε φυλή.
Δαιμονικά μαγικό, ανίκητο και παντοδύναμο ξόρκι αυτό.
ΠΑΝΟΠΛΙΕΣ
Μισούσα τον χειμώνα γιατί ήταν ο ίδιος μια πανοπλία αδυσώπητη· είχε επιτεθεί από τον βορρά και έντυσε τα πάντα γύρω μου σαν λευκός λινοθώρακας. Τα ποτάμια έβαλαν τη δική τους πανοπλία του χειμώνα, χοντρές πλάκες πάγου, που όταν έσπαγαν, πολύ σπάνια, πολύ δύσκολα, ακούγονταν σαν τα δόντια του Δαρκούλ να κριτσανίζουν τα κόκαλα των πολεμιστών. Το χορτάρι φόρεσε πανοπλία αμέτρητα γαλαζόλευκα βελονοθηκάρια, ένα για κάθε σπαθόχορτο.
ΤΕΡΑΤΑ
«Βλέπω τρομερά τέρατα, πανάρχαια, αιμοβόρα. Είναι τα πρώτα τέρατα, αυτά που μέσα στα άδεια τους κρανία έριξαν τα μάγια τους οι τυφλοί προφήτες για να γεννήσουν τους δράκοντες, τους λυκάνθρωπους, τους ζωντανούς-νεκρούς και τους αιμοφάγους. Αυτά τα αρχαία τέρατα δεν νικιούνται, Ντα-Ρεν, είναι τα χειρότερα».
«Ποια είναι αυτά τα τέρατα;» ρώτησα.
«Οι άνθρωποι».
ΜΑΓΙΣΣΕΣ
Στους τριάντα και άλλους χειμώνες της ζωής μου, συνάντησα εκατοντάδες μάγισσες και μάγους, κι όχι μόνο της δικής μου Φυλής. Δεν πετούσαν σαν πουλιά όταν αλείφονταν με αίμα μαύρου τράγου, δεν μιλούσαν στα πνεύματα των ποταμών, δεν μεταμορφώνονταν σε λύκαινες στην πανσέληνο, δεν θεράπευαν τον πυρετό των κουνουπιών με ξόρκια. Ούτε ένας. Ούτε μία.
Όλες τους είχαν μόνο ένα μαγικό χάρισμα:
Όσο μεγαλύτερες ανοησίες έλεγαν, τόσο περισσότεροι τις πίστευαν.
Ακόμα περισσότερο. Σε οποιαδήποτε φυλή.
Δαιμονικά μαγικό, ανίκητο και παντοδύναμο ξόρκι αυτό.
ΠΑΝΟΠΛΙΕΣ
Μισούσα τον χειμώνα γιατί ήταν ο ίδιος μια πανοπλία αδυσώπητη· είχε επιτεθεί από τον βορρά και έντυσε τα πάντα γύρω μου σαν λευκός λινοθώρακας. Τα ποτάμια έβαλαν τη δική τους πανοπλία του χειμώνα, χοντρές πλάκες πάγου, που όταν έσπαγαν, πολύ σπάνια, πολύ δύσκολα, ακούγονταν σαν τα δόντια του Δαρκούλ να κριτσανίζουν τα κόκαλα των πολεμιστών. Το χορτάρι φόρεσε πανοπλία αμέτρητα γαλαζόλευκα βελονοθηκάρια, ένα για κάθε σπαθόχορτο.
ΤΕΡΑΤΑ
«Βλέπω τρομερά τέρατα, πανάρχαια, αιμοβόρα. Είναι τα πρώτα τέρατα, αυτά που μέσα στα άδεια τους κρανία έριξαν τα μάγια τους οι τυφλοί προφήτες για να γεννήσουν τους δράκοντες, τους λυκάνθρωπους, τους ζωντανούς-νεκρούς και τους αιμοφάγους. Αυτά τα αρχαία τέρατα δεν νικιούνται, Ντα-Ρεν, είναι τα χειρότερα».
«Ποια είναι αυτά τα τέρατα;» ρώτησα.
«Οι άνθρωποι».